σαρωτικός

σαρωτικός
-ή, -ό, Ν [σαρώνω]
1. αυτός που σαρώνει, που καθαρίζει
2. μτφ. α) καταστρεπτικός («σαρωτική θύελλα»)
β) καταλυτικός, αποφασιστικός, καίριος («σαρωτική νίκη»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”